- σεβόμενος
- почитуваjќи
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
σεβόμενος — σέβομαι feel awe pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβομένως — Α επίρρ. με σεβασμό, σεβασμίως. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. σεβόμενος τού σέβομαι] … Dictionary of Greek
Κίρκεγκορ, Σέρεν Όμπι — (Sören Aabye Kierkegaard, Κοπεγχάγη 1813 – 1855). Δανός φιλόσοφος και θρησκευτικός στοχαστής. Ο πατέρας του ήταν ένας πλούσιος έμπορος από την Κοπεγχάγη, άκαμπτος λουθηρανός, ο οποίος ανέθρεψε τον γιο του σε αυστηρά θρησκευτικό περιβάλλον και… … Dictionary of Greek
Τραϊανός, Μάρκος Ούλπιος — (Marcus Ulpius Traianus, Ιταλική Ισπανία 53 – Σελινούς, Κιλικία 117). Ρωμαίος αυτοκράτορας, Ισπανικής καταγωγής. Ήταν ο πρώτος Ρωμαίος από επαρχία που ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο. Αφού πολέμησε ένδοξα στη Γερμανία και στην Ανατολή και έγινε… … Dictionary of Greek
ՊԱՇՏՕՆԵԱՅ — (նէի, ից.) NBH 2 0599 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 13c գ.ա. Պաշտօղ. պաշտօնատար. սպասահարկու, սպասաւոր. յորում կարգի են եւ հրեշտակք Աստուծոյ. եւ ծառայ. եւ սարկաւագ, եւ այլն. ... եւն. որպէս յն. λειτουργός, γῶν… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)